- μεγαλοφροσύνης
- μεγαλοφροσύνηgreatness of mindfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοφροσύνη — η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων] 1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
велемоудриѥ — ВЕЛЕМОУДРИ|Ѥ (1*), ˫А с. Высокомерие: ѥже и бы(с) ѥмоу въ малѣ напослѣдокъ. ѡбрадованъ бо па(ч) бывъ ѡ причащающиимь сдрави˫а ||=и солъ ради пришествовани˫а тольма, ˫ако и скровище г(с)не многа ѡ(т) велемоудри˫а ѡбличи, приимаѥть ре(ч)ноѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)